(ε)ρινιάζω

(ε)ρινιάζω
(ε)ρινιάζω
(ε)ρίνιασα
κρεμώ καρπούς αγριοσυκιάς (δηλ. ερινεούς) από τα κλαδιά ήμερης συκιάς για γονιμοποίηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ερινάζω — και ερινεάζω και ερινιάζω και ρινιάζω (AM ἐρινάζω) [ερινάς] 1. κρεμώ τον καρπό τής άγριας συκιάς (ερινεός) στα κλαδιά ήμερης για να μεταφέρουν τα μικρά έντομα που ζουν στον καρπό τής άγριας γύρη με σκοπό να γονιμοποιηθεί η ήμερη, γονιμοποιώ άγρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”